- κατουρλής
- οθηλ. κατουρλού και κατρουλής, ο θηλ. κατρουλού1. αυτός που κατουριέται συχνά ή απάνω του: Δεν τον θέλω το γέρο κατουρλή.2. δειλός: Αυτόν τον κατουρλή φοβάσαι;
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.